κακίστῃ

κακίστῃ
κακός
bad
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κακίστη — κακός bad fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡ δὲ κακὴ βουλὴ τῷ βουλεύσαντι κακίστη. — ἡ δὲ κακὴ βουλὴ τῷ βουλεύσαντι κακίστη. См. Не рой другому ямы, сам попадешь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κακίστηι — κακίστῃ , κακός bad fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Демон — (δαίμων) βообще означает (в классич. литер.) деятеля, обладающего сверхчеловеческой силой, принадлежащего к невидимому миру и имеющего влияние на жизнь и судьбу людей; между δαίμων θ θεός οриблизительно такое же отношение, как между лат. numen и… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Не рой другому ямы, сам попадешь — Не рой другому ямы, самъ попадешь. Ср. Кто яму для другихъ копать трудился, Тотъ самъ въ нее упалъ, гласитъ писанье такъ. М. Ю. Лермонтовъ. Эпитафія. Утонувшему игроку. Ср. So schadet meist der böse Rat Dem selbst, der ihn gegeben hat, Denn wer… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ευθημοσύνη — εὐθημοσύνη, ή (ΑΜ) [ευθήμων] η έξη, η κλίση για τάξη, για νοικοκυροσύνη («εὐθημοσύνη γὰρ ἀρίστη θνητοῑς ἀνθρώποις, κακοθημοσύνη δὲ κακίστη», Ησίοδ.) αρχ. (για τη φύση) η καλή διάταξη, η αρμονία …   Dictionary of Greek

  • κακοθημοσύνη — κακοθημοσύνη, ἡ (Α) αταξία, κακή διάταξη ή ρύθμιση πραγμάτων ή υποθέσεων («εὐθημοσύνη γὰρ ἀρίστη θνητοῑς ἀνθρώποις, κακοθημοσύνη δὲ κακίστη», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *κακοθήμων < κακ(ο) * + ρίζα θη τού τίθημι* + επίθημα μων (πρβλ. ευ θημοσύνη)] …   Dictionary of Greek

  • κατακρεούργηση — η 1. ο κατατεμαχισμός, άγριος φόνος με μαχαίρι 2. μτφ. κακότεχνη εκτέλεση μουσικής, κάκιστη απαγγελία ποιήματος κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατακρεουργῶ. Η λ., στον λόγιο τύπο κατακρεούργησις, μαρτυρείται από το 1872 στον Πέτρο Ξανθάκη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”